- αστιατρικός
- η , ό[ν] относящийся к городскому санитарному врачу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστιατρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον αστίατρο: Έγινε αστιατρική επιθεώρηση των ζαχαροπλαστείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστυϊατρικός — και αστιατρικός, ή, ό ο σχετικός με τη δημόσια υγεία στις πόλεις … Dictionary of Greek